- απλόχωρος
- η , ο1) просторный, обширный; 2) удобный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλόχωρος — η, ο επίρρ. α ευρύχωρος, άνετος: Ο καναπές είναι πιο απλόχωρος από την πολυθρόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλόχωρος — η, ο ευρύχωρος, άνετος … Dictionary of Greek
απλήχωρος — η, ο κ. πλήχωρος απλόχωρος, ευρύχωρος, πλατύς (κάμπος, σπίτι, ρούχο κ.λπ.) … Dictionary of Greek
δίπλατος — η, ο ο πολύ πλατύς, ευρύχωρος, απλόχωρος … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
φαρδύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά πλατύς απλόχωρος: Φαρδύς δρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)